- αυλόδουλος
- ος, ο[ν] рабски преданный королевскому, царскому двору
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυλόδουλος — ο ο δουλικά υποταγμένος στη βασιλική αυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή + δούλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη] … Dictionary of Greek